- σάμαξ
- σάμαξ [σᾰ], ᾰκος, ὁ,A rush-mat, used as a bed in war, Chionid.1; also, = τοξικὸς κάλαμος, Lysipp.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σάμαξ — rush mat masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάμαξ — ακος, ὁ, Α 1. πλέγμα από βούρλα, ψάθα που χρησιμοποιούσαν ως στρωμνή σε καιρό πολέμου 2. τοξικός κάλαμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ., η οποία εμφανίζει επίθημα αξ, ακος, το οποίο απαντά και σε άλλα ον. φυτών (πρβλ. δόν αξ, σμίλ αξ). Η άποψη ότι … Dictionary of Greek
σάμακα — σάμαξ rush mat masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάμακι — σάμαξ rush mat masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαμάκι — το, Ν βοτ. κοινή ονομασία φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαμάκιον*, υποκορ. τού σάμαξ] … Dictionary of Greek
σαμάκιον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) τμήμα γυναικείας στολής. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σάμαξ, ακος] … Dictionary of Greek